- φτερομαδώ
- (α) μετ.1) ощипывать перья; 2) перен. ободрать как липку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτερομαδώ — άω, Ν 1. μαδώ τα φτερά πτηνού 2. μτφ. αφαιρώ εντελώς, απογυμνώνω («τόν φτερομάδησαν στο πόκερ») … Dictionary of Greek
φτερομαδώ — φτερομάδησα, φτερομαδήθηκα, φτερομαδημένος 1. μτβ., μαδώ τα φτερά πουλιού, του βγάζω τα πούπουλα. 2. μτφ., απογυμνώνω κάποιον, τον αφήνω γυμνό, του τα παίρνω όλα: Φτερομαδήθηκε στο καζίνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek